- φιλόσαρκος
- -ον, Ααυτός που αγαπά τις σαρκικές ηδονές.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό-σαρκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαυτοφιλαργυροφιλοσαρκία — ή, Μ το να είναι κανείς φίλαυτος, φιλάργυρος και φιλόσαρκος* συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλαυτος + φιλάργυρος + φιλόσαρκος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
φιλοσαρκώ — έω, Α [φιλόσαρκος] είμαι φιλόσαρκος* … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλοσαρκία — ἡ, ΜΑ [φιλόσαρκος] η αγάπη τής σάρκας, τών σαρκικών απολαύσεων … Dictionary of Greek
ՄԱՐՄՆԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0228 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 13c ա. φιλοσώματος, φιλόσαρκος carnem amans, corporis nimium studiosus, carnalis; carni deditus, favens. Որ սիրէ եւ պաշտէ զմարմին իւր, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)